Editorial
Κακός σχεδιασμός ή κακό «φεγγάρι»;
Ο Νικόλας Φλωράτος σχολιάζει το δίλημμα που ταλανίζει τους φίλους του Παναθηναϊκού, αναλύει τα δεδομένα κάθε πλευράς και καταλήγει στο δικό του συμπέρασμα. Τι είναι τελικά, αυτό που φταίει και ο «Εξάστερος» δεν έχει ξεκινήσει όπως θα ήθελε το φετινό ευρωπαϊκό ταξίδι του;
Ο Νικόλας Φλωράτος σχολιάζει το δίλημμα που ταλανίζει τους φίλους του Παναθηναϊκού, αναλύει τα δεδομένα κάθε πλευράς και καταλήγει στο δικό του συμπέρασμα. Τι είναι τελικά, αυτό που φταίει και ο «Εξάστερος» δεν έχει ξεκινήσει όπως θα ήθελε το φετινό ευρωπαϊκό ταξίδι του;
Πριν προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση στο βασικότερο – κατά γενική ομολογία – δίλημμα που ταλανίζει τους φίλους του Παναθηναϊκού, παραθέτοντας και κρίνοντας τα κυριότερα επιχειρήματα των δύο απόψεων, ας δεχτούμε το προφανές: πάντα, ή σχεδόν πάντα, για να είμαστε ακριβείς, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο παραπάνω «κανόνας» μοιάζει μάλλον ο πιο λογικός.
Παρακολουθώντας τις πρώτες αγωνιστικές του «Εξάστερου» στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση μπάσκετ της Ευρώπης, είναι προφανές πως το «Τριφύλλι» δείχνει να «πονάει» σε περισσότερες από μία θέσεις. Αξιόπιστη λύση πίσω απ’ τον Νικ Καλάθη δε δείχνει να υπάρχει, με τον Λούκας Λεκαβίτσιους να έχει καταφέρει να μπει στα «παπούτσια» του αρχηγού μόνο στην αναμέτρηση με αντίπαλο την Γκραν Κανάρια. Κόντρα στην Μακάμπι, αλλά κυρίως στις ήττες από Μπάγερν και Ζαλγκίρις, ο «Λέκα» δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των ματς, παρά το γεγονός πως πήρε τις ευκαιρίες του, αγωνιζόμενος 10′ και σχεδόν 12′ κόντρα σε Γερμανούς και Λιθουανούς αντίστοιχα.
Από εκεί και πέρα, στις θέσεις «2» και «3», με τον τραυματισμό του Ματ Λοτζέσκι, ο Παναθηναϊκός αναγκάστηκε να στερηθεί των υπηρεσιών του μοναδικού κλασικού σουτέρ που διαθέτει στο ρόστερ του. Όσο κι αν ο Κιθ Λάνγκφορντ μπορεί να «φορτώσει» τα αντίπαλα καλάθια ή ο Νίκος Παππάς, στην καλή του μέρα, να κάνει «σμπαράλια» οποιαδήποτε άμυνα, κανείς απ’ τους δύο δεν είναι σουτέρ, όπως φυσικά ούτε οι Παπαπέτρου – Αντετοκούνμπο, με τα ποσοστά έξω απ’ τη γραμμή των 6.75 να «μαρτυρούν» το σοβαρότατο πρόβλημα των «πράσινων», δίχως εναλλακτική πίσω απ’ τον Ματ (3/12 με Γκραν Κανάρια και 9/29 με Ζαλγκίρις).
Στις θέσεις των ψηλών, το περασμένο καλοκαίρι, ο Παναθηναϊκός αποχαιρέτησε τον Κρις Σίνγκλετον, έναν παίκτη που στα δύο χρόνια παρουσίας του πρόσφερε περίπου 11 πόντους μέσο όρο, με κοντά στο 45% απ’ το τρίποντο, ενώ ήταν στις πρώτες θέσεις σχεδόν όλων των στατιστικών κατηγοριών. Μαζί του, αλλά με διαφορετικό εισιτήριο, αποχώρησε και ο Μάικ Τζέιμς, ένας παίκτης που με τα θετικά και τα αρνητικά του, είναι δεδομένο πως ανήκει στο πάνω ράφι της Ευρώπης.
Μαζί με τον Ρίβερς, που επίσης αποχώρησε, αλλά κυρίως με τον Νικ, οι δύο προαναφερθέντες αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά του Παναθηναϊκού τα δύο τελευταία χρόνια. Όλοι τους, ο καθένας απ’ τη θέση και τον ρόλο του στην ομάδα, πήραν τους «πράσινους» απ’ το χέρι και για δύο σεζόν τους οδήγησαν ένα βήμα πριν απ’ το Final Four. Παράλληλα, όπως είναι λογικό, ανέβασαν τις μετοχές τους στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο και μοιραία, η φυγή τους δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί. Για το λόγο αυτό κιόλας, ο Τσάβι Πασκουάλ επένδυσε στην ποσότητα, προσπαθώντας να αντισταθμίσει τις ισορροπίες που χάθηκαν στη μεταγραφική περίοδο.
Ποσότητα, απ’ την οποία απουσίαζε ακόμη ένας σουτέρ που θα μπορούσε να δώσει λύσεις, ο Μάρκους Ντένμον. Ποσότητα, η οποία χωρίς τον Καλάθη στερείται δημιουργίας και έμπνευσης, τουλάχιστον για την ώρα. Από την άλλη όμως, μιλάμε για μια ποσότητα, που θεωρητικά θα μπορούσε να προσφέρει ποικίλες επιθετικές λύσεις, αρκετές περισσότερες σε σχέση με πέρυσι, και να λύσει τα χέρια του Τσάβι Πασκουάλ, με την πληθώρα «έτοιμων» παικτών, μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι… «πολυθεσίτες». Κάπου εδώ λοιπόν, επειδή δε γίνεται να είναι όλα «μαύρα», μπαίνει στη συζήτηση ο παράγοντας του κακού «φεγγαριού».
Σύμφωνοι, ο Παναθηναϊκός δεν είναι το ίδιο ποιοτικός με τον περσινό. Δε θα μπορούσε να είναι άλλωστε. Ο Τόμας δεν είναι Σίνγκλετον, όπως και ο Μήτογλου, αν και έχει όλα τα φόντα να φτάσει και να ξεπεράσει τον Αμερικανό, ενώ για τους υπόλοιπους τα είπαμε παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά, η απόκτηση του Παπαπέτρου, η δεύτερη σεζόν του Λεκαβίτσιους που συνδυάζεται με κάποιες καλές εμφανίσεις, η απόκτηση του Λάνγκφορντ που δείχνει πιο ώριμος από ποτέ, ο ανεβασμένος Λοτζέσκι, οι βελτιωμένοι Θανάσης και Μήτογλου και το θεωρητικά step up στο «5» δε συμβαδίζουν με την μέχρι στιγμής εικόνα του Παναθηναϊκού. Μέσα σ’ όλα, οι αμυντικές αρετές της πλειοψηφίας του ρόστερ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που παρουσιάζεται ως ώρας.
Γίνεται μια ομάδα με Καλάθη, Αντετοκούνμπο, Παπαπέτρου, Γκιστ και Λάσμε να δέχεται 84, 80 και 87… εις διπλούν; Ακόμα και όταν δε βρίσκονται όλοι στο παρκέ ταυτόχρονα, γίνεται παίκτες με την εμπειρία και τα πόδια των παραπάνω να χάνονται ή να ξεχνιούνται στις αλλαγές, να περνιούνται σαν σταματημένοι και να μην ξέρουν πότε πρέπει να δώσουν βοήθεια και πότε όχι; Γίνεται παίκτες με τις αθλητικές ικανότητες των παραπάνω ή με τα κορμιά των Βουγιούκα, Παπαγιάννη και Μήτογλου να βλέπουν τους αντιπάλους τους να τους παίρνουν πάνω από 10 επιθετικά ριμπάουντ ανά αγώνα; Γίνεται ομάδα επιπέδου Παναθηναϊκού να σουτάρει στην έδρα της… 16/28 βολές; Δε γίνεται.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δεν είναι όλα θέμα… ποιότητας. Γίνονται, όμως, όταν η ίδια η ομάδα βάζει δύσκολα στον εαυτό της, όντας αναγκασμένη να σκοράρει 85+ πόντους ανά ματς για να παίρνει τα ροζ φύλλα. Εκεί θα φανούν και η έλλειψη δημιουργίας, και η έλλειψη σουτέρ, και η έλλειψη του «τρελο-Μάικ», και ο Σίνγκλετον, και ο Ρίβερς, ακόμα και ο… Ντένμον. Η ποιότητα αντισταθμίζεται με την ποσότητα, όταν μαθαίνεις να μην την έχεις ανάγκη. Και για να βάζεις σταθερά 85+ στην Ευρωλίγκα, χρειάζεσαι ποιότητα και μάλιστα… μπόλικη. Ούτε ο περσινός Παναθηναϊκός δεν μπορούσε να το επιτυγχάνει συνεχώς.
Με την συγκέντρωση να… αγνοείται, τον Τσάβι Πασκουάλ να μοιάζει πελαγωμένος και ώρες – ώρες να φαίνεται… πνιγμένος στον πάγκο, όλους τους βασικούς πυλώνες της ομάδας μακριά απ’ τον καλό τους εαυτό και τους «πράσινους» να ψάχνουν την χημεία τους στην άμυνα, για την ώρα δεν μπορούμε να δώσουμε ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε. Με τα δεδομένα που έχουμε ως τώρα, πράγματι, θα λέγαμε ότι η αλήθεια βρίσκεται στη μέση.
Απ’ τη μία, στο υπάρχον ρόστερ διαφαίνεται η έλλειψη ενός σουτέρ, ενός δημιουργού κι ενός ποιοτικού ψηλού. Απ’ την άλλη, η άμυνα που μπορούν να παίξουν αυτοί οι παίκτες, ο περσινός Καλάθης, οι Λάσμε και Γκιστ που ξέραμε αλλά δεν βλέπουμε φέτος, ενδεχόμενο step up του Παππά, οι σταθερές «Λότζο» και Κιθ, η βελτίωση στις βολές και κυρίως το καθαρό μυαλό και η παραπάνω βοήθεια απ’ τον πάγκο, μπορούν να «μακιγιάρουν» όλα όσα τώρα «φωνάζουν» ότι λείπουν. Ο σχεδιασμός δεν είναι τόσο κακός και ας λείπουν πινελιές όπως αυτές που προαναφέραμε, όσο όμως το σύνολο, προπονητής και παίκτες δηλαδή, βρίσκονται σε τόσο κακό «φεγγάρι», τα πάντα θα δείχνουν «κακάσχημα»…