Μπάσκετ
Μια ζωή πολεμιστής!
Συνέντευξη στην εφημερίδα Goal παραχώρησε ο Στέφαν Λάσμε, ο οποίος διηγήθηκε τα απίστευτα παιδικά του χρόνια στην Γκαμπόν και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την ελονοσία. «Αν ήθελα να πηγαίνω προπόνηση, ήξερα ότι το βράδυ θα κοιμόμουν έξω από το σπίτι». Αυτή ήταν μια από τις πιο συγκλονιστικές φράσεις του Λάσμε, ο οποίος κινδύνεψε να χάσει την ζωή του, λόγω της αγάπης του για το μπάσκετ.
Για τα παιδικά του χρόνια στην Αφρική: «Η οικογένειά
μου δεν ήταν πλούσια, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι και οι δυο γονείς
μου εργάζονταν. Η μητέρα μου είχε την οικονομική διαχείριση προμηθειών
σε ένα νοσοκομείο, ενώ ο πατέρας μου, ο πατριός μου δηλαδή,
απασχολούνταν στη μοναδική πετρελαϊκή εταιρεία της χώρας.
Ζούσαμε στο Πορτ Τζεντίλ της Γκαμπόν. Η οικογένειά μου είχε πέντε
παιδιά. Όταν η μητέρα μου παντρεύτηκε ξανά, ο πατέρας μου, ο πατριός μου
δηλαδή, είχε άλλα πέντε παιδιά. Κι έτσι χρειάστηκε να μείνουμε δώδεκα
άνθρωποι σ’ ένα σπίτι. Ήταν δύσκολο. Μέχρι που έφυγαν οι τρεις
αδερφές μου να σπουδάσουν και μείναμε επτά παιδιά.
Η οικονομία της Γκαμπόν στηρίζεται στο πετρέλαιο. Υπάρχουν χρήματα,
αλλά παραμένουν στα χέρια των λιγοστών. Καταλαβαίνεις… Εμείς είχαμε
πολλά σκαμπανεβάσματα. Θυμάμαι στο λύκειο υπήρξαν τρεις μήνες που δεν
τρώγαμε τίποτα. Μόνο το χορταρικό που είναι το σήμα κατατεθέν της
Γκαμπόν.
Η κασάβα. Οι άνθρωποι τρώνε τις ρίζες του. Ξέρεις κάτι, όταν επί
τρεις μήνες τρως κασάβα πρωί, μεσημέρι, βράδυ, σημαίνει ότι πεινάς
πραγματικά. Αλλά δεν είχαμε να φάμε τίποτα άλλο. Εμείς κάποιες φορές
ήμασταν καλά και κάποιες άλλες άσχημα. Ανάλογα με τις περιόδους. Στην
Γκαμπόν, όμως, όταν είσαι στα κάτω σου, φίλε μου, είσαι πραγματικά
κάτω!».
Για την πρώτη του γνωριμία με το μπάσκετ: «Όπως όλα
τα παιδιά του σχολείου, ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο, αλλά πήρα πολύ
γρήγορα μπόι και το εγκατέλειψα. Μια μέρα, ένας φίλος μου είπε ότι με
είχε δει στο δρόμο κάποιος κύριος Μάξουελ, που ήταν προπονητής μπάσκετ.
Ήθελε να με συναντήσει. Ήμουν ήδη 14-15 ετών».
Α, ξεκίνησες αρκετά μεγάλος, λοιπόν, το μπάσκετ…
«Μακάρι να το είχα αρχίσει νωρίτερα. Μέχρι τότε δεν είχα ακουμπήσει
ποτέ την μπάλα του μπάσκετ. Εκτός από μια φορά. Όταν ήμουν, αν θυμάμαι
καλά, οχτώ ετών. Σε εκείνο το γηπεδάκι που είδες στη φωτογραφία (στο
Instagram) μια από τις αδερφές έκανε προπόνηση βόλεϊ.
Μια μέρα την ακολούθησα κι όσο εκείνη έκανε προπόνηση είδα μια μπάλα
του μπάσκετ και την πήρα στα χέρια μου. Έπαιζα επί δυο ώρες. Ξέρεις πότε
κατάφερα να βάλω καλάθι; Λίγο πριν φύγουμε για το σπίτι. ”Άσε δεν
είναι για σένα αυτό”, είπα στον εαυτό μου. Αυτή τη στιγμή δε θα τη
ξεχάσω ποτέ. Σε αυτό το γηπεδάκι, που λες, έκανα κι εγώ τις πρώτες
προπονήσεις μου. Αλλά και το πρώτο κάρφωμα».
Στην πρώτη προπόνηση;
«Αστειεύσαι; Όχι βέβαια. Μου πήρε καιρό. Ξέρεις γιατί; Διότι αν θα το
επιχειρούσα, ήθελα να ήμουν σίγουρος ότι θα πετύχω και δε θα γίνω
ρεζίλι στα υπόλοιπα παιδιά. Και τα κατάφερα».
Και ξεκίνησες να ζεις μπάσκετ λοιπόν… Είχες προβλήματα από το σπίτι σου;
«Δεν έχεις ιδέα πόσα προβλήματα είχα. Ο πατέρας μου, ο πατριός μου,
σιχαινόταν το μπάσκετ. Πίστευε ότι σχολείο και αθλητισμός δεν πάνε μαζί»
Και;
«Συνέχισα να πηγαίνω προπόνηση».
Χωρίς να το ξέρει ο πατέρας σου;
«Όχι. Όταν το καταλάβαινε όμως… μάντεψε!»
Τι έκανε;
«Με άφηνε να κοιμάμαι έξω από το σπίτι. Έχω κοιμηθεί έξω από το σπίτι
μέχρι τρεις συνεχόμενες ημέρες. Φίλε, το πρόβλημα δεν είναι να κοιμάσαι
έξω. Το πρόβλημα στην Αφρική είναι ότι έχει κουνούπια. Πέντε φορές
προσβλήθηκα από ελονοσία εξαιτίας αυτής της επιμονής του. Και τις δικής
μου. Για ένα διάστημα νοσηλεύτηκα πολλές μέρες με πολύ σημαντικό
πρόβλημα εξαιτίας της μαλάριας (ελονοσίας)».
Κινδύνεψες;
«Στην Γκαμπόν κάθε χρόνο πεθαίνουν περισσότεροι άνθρωποι από μαλάρια
πάρα από AIDS. Ο θάνατος καιροφυλακτούσε παντού κάθε φορά που κοιμόμουν
έξω. Επέζησα γιατί ήμουν τυχερός. Επειδή η μητέρα μου δούλευε στο
νοσοκομείο».
Επέμεινε και μετά από αυτό;
«Δε σταμάτησε ποτέ. Αν ήθελα να πηγαίνω προπόνηση, ήξερα ότι το βράδυ θα κοιμόμουν έξω από το σπίτι».
Για τον πατέρα του: «Ο πατέρας μου εγκατέλειψε τη
μάνα μου όταν ήμουν πολύ μικρός. Μέχρι πριν από δυο χρόνια δεν το είχα
συζητήσει με τη μάνα μου. Από τη στιγμή που μου εξήγησε νιώθω ακόμα
μεγαλύτερη οργή γι’ αυτόν.
Πώς γίνεται να είσαι πατέρας, να έχεις παιδιά, η σύζυγός σου να είναι
έγκυος και να δραπετεύεις από το σπίτι; Πώς γίνεται; Δεν είσαι
άνθρωπος; Δε νιώθεις; Εδώ και κάποιο καιρό κάνει προσπάθεια να χτίσει
γέφυρες μαζί μου, αλλά δε με απασχολεί καθόλου πια. Εγώ τον είδα, τον
πρόλαβα. Ο αδερφός μου, όμως, που γεννήθηκε λίγες ημέρες μετά, τι ξέρει;
Τι θα του έλεγα όταν μεγάλωνε; Πού είχε πάει ο πατέρας του, τον
οποίον δεν είχε δει ποτέ; Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα μιλήσει σε κανέναν
γι’ αυτό. Απέφευγα. Αλλά μάλλον είχα ανάγκη να μιλήσω, να το βγάλω από
πάνω μου. Ούτε με τη γυναίκα μου δεν το έχω συζητήσει καλά-καλά».
Πότε έχασες τον φυσικό πατέρα σου;
«Ε… Πρέπει να ήμουν 3-4 ετών».
Για το ταξίδι στην Αμερική: «Μια ημέρα μου είπε ο
πατριός μου ότι αν του εξηγήσει κάποιος τη χρησιμότητα της ενασχόλησής
μου με το μπάσκετ, μπορεί και να άλλαζε γνώμη. Την επόμενη μέρα ο
προπονητής μου πήγε στο σπίτι. Τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Εγώ
συνέχισα όμως.
Και στο τέλος της σεζόν κατακτήσαμε το πρωτάθλημα εφήβων, με εμένα να
παίρνω όλους τους προσωπικούς τίτλους. Δε συγκινήθηκε καθόλου. Το
καλοκαίρι με κάλεσαν στην Εθνική ομάδα, αλλά στην περίοδο προετοιμασίας
μας έστειλε για διακοπές μακριά, πολύ μακριά από το σπίτι (γελάει).
Πήρα το λεωφορείο και γύρισα. Μέσα σ’ ένα βράδυ η συμπεριφορά του
άλλαξε. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ένας υπουργός είχε τηλεφωνήσει στον
πρόεδρο της εταιρείας που εργαζόταν ο πατέρας μου. Μετά την εμφάνισή μου
με τους εφήβους, γεννήθηκε το αμερικανικό όνειρο. Με προσέγγισαν
κάποιοι και μου μίλησαν για την Αμερική.
Το κράτος υποσχέθηκε ότι θα μου δίνει 3.000 δολάρια κάθε τρεις μήνες
για να σπουδάσω εκεί. Αρχικά, μου έδωσαν το εισιτήριο και 300 δολάρια
στην τσέπη για να ταξιδέψω. Πλέον, είχε σταματήσει και η βοήθεια από την
Γκαμπόν. Με τη βοήθεια του προηγούμενου προπονητή μου, πήγα στο σπίτι
ενός φίλου του, στη Βοστώνη.
Σερτζ τον έλεγαν. Προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει, πληρώνοντας όμως
300 δολάρια τον μήνα για να μένω σε δωμάτιο που ήταν μικρότερο από WC!
Ήμουν, όμως, αποφασισμένος. Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω. Ένα πρωί το
πήρα απόφαση. Πήγα στο Μπόστον Κόλετζ. Μπήκα στο γραφείο και είπα σε
μια γραμματέα: ”Γεια σας. Ήρθα να παίξω μπάσκετ στην ομάδα σας”.
Η γραμματέας γέλασε. ”Ξέρετε, δε γίνεται έτσι. Υπάρχει μια ολόκληρη
διαδικασία. Πρέπει να δώσετε εξετάσεις, να σας δει ο προπονητής κτλ,
κτλ”. Έφυγα απογοητευμένος, αλλά πεισμωμένος. Ήξερα ότι στα αγγλικά δε
θα έπιανα μεγάλο βαθμό κι ό,τι είχα, όμως, μεγάλη ικανότητα στα
μαθηματικά.
Πέρασα από τα SAT’s με 1800 βαθμούς και πήρα άριστα στα μαθηματικά.
Πήγα στην προπόνηση του Μπόστον Κόλετζ, αλλά… Μέχρι που κάποιος μας
ενημέρωσε ότι εκείνες τις ημέρες γινόταν στο Νιού Τζέρσεϊ ένα καμπ για
παίκτες που διεκδικούσαν υποτροφία σε κολέγιο. Είχα στην τσέπη μου 250
δολάρια.
Έδωσα τα 225 για τη συμμετοχή μου. Στο Νιού Τζέρσεϊ τα πήγα
πραγματικά καλά. Έπαιξα ακόμα και στο All Star Game καρφώνοντας,
μάλιστα, πάνω από ένα παιδί που είχε ύψος 2,13μ. Κάπως έτσι το νερό
άρχισε να μπαίνει στο αυλάκι. Αυτή είναι η ιστορία μου!».